Μια μεγάλη απόφαση
Την άνοιξη του 1821, με το άκουσμα της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, μπήκε με ορμή και η Κρήτη στον αγώνα για την ελευθερία της Ελλάδας. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η Οθωμανική Αυτοκρατορία πολλά χρόνια πριν το 1821 ήταν ιδιαίτερα έντονα στην Κρήτη. Οι τοπικοί αγάδες και γενίτσαροι αψηφούσαν τους απεσταλμένους του Σουλτάνου και τυραννούσαν τους χριστιανούς κατοίκους, ειδικά μετά την αποτυχία της Επανάστασης του Δασκαλογιάννη 50 χρόνια νωρίτερα.
Οι συνθήκες της οθωμανικής κατάκτησης είχαν οδηγήσει σε μεγάλα ποσοστά εξισλαμισμού των Κρητικών με αποτέλεσμα το 1821 η Κρήτη να έχει περίπου 300.000 κατοίκους, μισούς χριστιανούς και μισούς μουσουλμάνους, τους λεγόμενους Τουρκοκρητικούς. Η κατάσταση δηλαδή ήταν πολύ διαφορετική από άλλες επαναστατημένες περιοχές, όπου οι χριστιανοί ήταν ξεκάθαρα περισσότεροι. Παρ’ όλα αυτά, και παρά τη μικρή προετοιμασία του νησιού για εξέγερση από την Φιλική Εταιρεία, η Επανάσταση θα ξεσπάσει και στην Κρήτη.
Τα Σφακιά και η έναρξη της Επανάστασης
Το Μάιο του 1821 συγκεντρώθηκαν στα Σφακιά 70 περίπου πρόκριτοι και οπλαρχηγοί από τις επαρχίες του νησιού και συνέστησαν μια επταμελή τοπική διοίκηση με τον τίτλο «Καγκελαρία των Σφακίων». Εκεί, στη Θυμιανή Παναγιά, κηρύχτηκε η έναρξη της Επανάστασης στην Κρήτη. Τα Σφακιά ήταν η πιο δυσπρόσιτη περιοχή της Κρήτης, κρυμμένα πίσω από τις ψηλές κορυφές των Λευκών Ορέων και οι κάτοικοι τους, οι Σφακιανοί, είχαν πετύχει ένα βαθμό τοπικής αυτονομίας. Μάζευαν οι ίδιοι τους φόρους που όφειλαν στους Οθωμανούς και διατηρούσαν τα όπλα τους. Από τα περίπου 1.200 τουφέκια που είχαν οι επαναστάτες στην αρχή του αγώνα στην Κρήτη, τα 800 τα είχαν οι Σφακιανοί.
Οι Οθωμανοί κατάλαβαν ότι έπρεπε να υποτάξουν την επαρχία Σφακίων για να σταματήσει η Επανάσταση στην Κρήτη και οργάνωσαν τρεις εκστρατείες για να τα καταφέρουν ως το 1824. Στην πρώτη εκστρατεία, τα στρατεύματα των πασάδων του Ηρακλείου και του Ρεθύμνου υποχώρησαν μετά την αντίσταση που συνάντησαν στο χωριό Ασκύφου. Στη δεύτερη εκστρατεία λεηλάτησαν την επαρχία Αποκορώνου και αποχώρησαν, ενώ στην τρίτη κατάφεραν να πατήσουν την επαρχία Σφακίων, φτάνοντας στην Ανώπολη, ενώ οι κάτοικοι εγκατέλειψαν την περιοχή μέχρι την αποχώρηση των οθωμανικών δυνάμεων.
Κάστρα και πολιορκητές
Οι πόλεις της εποχής εκείνης ήταν περιτειχισμένες για να προστεύονται από τους επιδρομείς. Όπως η Τριπολιτσά, το Ναύπλιο, η Αθήνα, το Μεσολόγγι, έτσι και τα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο που το ονόμαζαν και Μεγάλο Κάστρο είχαν τείχη, τμήματα των οποίων υπάρχουν και σήμερα. Η οχύρωση των πόλεων είχε αρχίσει από τους Βενετούς όταν ήταν εκείνοι κύριοι της Κρήτης. Και εκτός από τις μεγάλες πόλεις, υπήρχαν μικρότερα φρούρια όπως στο Καστέλι Κισάμου, στην Ιεράπετρα και στα τρία νησάκια που βρίσκονται σε στρατηγικά σημεία γύρω από την Κρήτη, τη Σούδα, τη Γραμβούσα και τη Σπιναλόγκα. Το 1821 ήταν ένας πόλεμος με πολιορκίες, καθώς οι μουσουλμάνοι κλείστηκαν μέσα στα κάστρα και οι Έλληνες τα πολιορκούσαν απέξω, όπως στην Τριπολιτσά – ενώ συνέβη και το αντίθετο με το Μεσολόγγι.
Όταν ξεκίνησε η επανάσταση στην Κρήτη, με τις πρώτες πολεμικές επιτυχίες των επαναστατών, οι μουσουλμάνοι κλείστηκαν με τις οικογένειές τους στα κάστρα και σε πύργους. Και στις τρεις μεγάλες πόλεις σημειώθηκαν σφαγές των χριστιανών κατοίκων. Όμως η ζωή ήταν δύσκολη για τους πολιορκημένους. Τα αιγυπτιακά στρατεύματα που ήρθαν να βοηθήσουν τους Οθωμανούς έφεραν μαζί τους την επιδημία της πανώλης, η οποία αποδεκάτισε τους κατοίκους των πολιορκημένων πόλεων. Η πανώλη προκάλεσε μεγάλες απώλειες στον άμαχο πληθυσμό, ειδικά στην πόλη του Ρεθύμνου. Οι επαναστάτες δεν κατάφεραν να αλώσουν κάποια μεγάλη πόλη αλλά πήραν τρεις φορές το Καστέλι Κισάμου και κράτησαν για πολλά χρόνια το φρούριο της Γραμβούσας.
Οι Αιγύπτιοι και η κάμψη της Επανάστασης
Την Αίγυπτο κυβερνούσε ο Μεχμέτ Αλή πασάς, Οθωμανός από την Καβάλα που είχε επιβληθεί στην περιοχή με τη δυναμικότητά του. Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθειά του για την καταστολή της Επανάστασης στην Ελλάδα και ο Μεχμέτ Αλή έστειλε τον γιό του Ιμπραήμ πασά με μεγάλο στρατό στην Πελοπόννησο το 1825, όπου σχεδόν κατάφερε τον σκοπό του πριν τη ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827, στην οποία καταστράφηκε ο στόλος του. Πριν όμως από αυτά, μόλις τον Μάιο του 1822 έφτασε στην Κρήτη ο αιγυπτιακός στόλος που έστειλε, μετά από αίτημα του σουλτάνου, ο Μεχμέτ Αλή για να καταστείλει την επανάσταση στην Κρήτη.
Αποβιβάστηκαν ως δέκα χιλιάδες στρατιώτες και πεντακόσιοι ιππείς με επικεφαλής τον Χασάν πασά. Ως το 1824 οι Αίγυπτιοι είχαν καταφέρει να υποτάξουν την Επανάσταση, καταστρέφοντας και λεηλατώντας τις επαναστατημένες περιοχές, ειδικά στο δυτικό μέρος του νησιού. Κατά τη διάρκεια των διωγμών του 1824, στην επαρχία Κισάμου Χανίων, στη νησίδα Λαφονήσι κατέφυγαν εκατοντάδες άμαχοι για να σωθούν από τα αιγυπτιακά στρατεύματα που είχαν εκστρατεύσει στην Κίσαμο και στο Σέλινο. Έπεσαν όμως θύματα του οθωμανικού ιππικού που κατάφερε να περάσει τα αβαθή νερά και να εξολοθρεύσει τους καταδιωκόμενους.
Πολλές τρομερές σφαγές έγιναν σε όλη την Κρήτη, καθώς άμαχοι προσπαθούσαν να ξεφύγουν και κρύβονταν σε σπήλαια, όπως στην Μίλατο. Γράφει ο αγωνιστής Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, «Κατέφυγον ὑπὲρ τὰς δύο χιλιάδας ψυχῶν γυναικῶν, παίδων καὶ ἀνδρῶν, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν καὶ 300 ἔνοπλοι, εἰς σπήλαιόν τι […] Περὶ τὰ μέσα λοιπὸν τοῦ μηνὸς Φεβρουαρίου, καταστενοχωρηθέντες ὑπὸ τῆς δίψης καὶ ἀπελπισθέντες ἀπὸ πᾶσαν ἀνθρωπίνην βοήθειαν οἱ ἐν τῷ σπηλαίῳ, παρεδόθησαν εἰς τὸν πασᾶν, ὅστις ἔσφαξε τότε ἀπανθρώπως τοὺς πλειοτέρους ἐκ τῶν εὑρεθέντων ἐκεῖ ἀνδρῶν». Μετά από νέες λεηλασίες του Αποκόρωνα και των Σφακίων, οι επαναστάτες θα υποταχθούν. Στα μέσα του 1824 η επανάσταση στο νησί είχε παύσει.
Ο Εμμανουήλ Τομπάζης και η επιτυχημένη πολιορκία
Από την αρχή της Επανάστασης στην Κρήτη, οι επαναστάτες επιζητούσαν τη βοήθεια και την καθοδήγηση της επαναστατικής Διοίκησης στην Πελοπόννησο. Τον Οκτώβριο του 1821 έφτασε στο Λουτρό Σφακίων ο Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ ως απεσταλμένος του Δημήτριου Υψηλάντη για την ανάληψη της διεύθυνσης του Αγώνα. Σύμφωνα με το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Κρήτης», τον λεγόμενο Οργανικό Νόμο, που ψηφίστηκε στις 20-21 Μαΐου 1822, ο Αφεντούλιεφ ορίστηκε από τους πληρεξούσιους της συνέλευσης Γενικός Έπαρχος Κρήτης. Όμως η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, μετά και τον παραμερισμό του Δημήτριου Υψηλάντη, είχε ήδη στείλει άλλον εκπρόσωπο της εθνικής διοίκησης, τον Πέτρο Ομηρίδη-Σκυλίτση.
Ο Αφεντούλιεφ τελικά θα αποχωρήσει από την Κρήτη, ενώ η Β΄ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος θα διορίσει ως εκπρόσωπο της Διοίκησης (Αρμοστή) στο νησί τον Υδραίο Εμμανουήλ Τομπάζη. Ο Τομπάζης θα καταφτάσει με στρατιωτικό σώμα 1.200 ανδρών το Μάιο του 1823 στον κόλπο της Κισάμου και θα αναλάβει την πολιορκία του Καστελίου. Για πρώτη ίσως φορά στην Κρήτη οι επαναστάτες είχαν στήσει μια οργανωμένη πολιορκία από ξηρά και θάλασσα στο φρούριο Καστέλι της Κισάμου. Το φρούριο αποκλείστηκε και η φρουρά του, αποδεκατισμένη από τις επιδημίες, το παρέδωσε και μετά από διαπραγματεύσεις αποχώρησε. Για πρώτη φορά στις 25 Μαΐου 1823 υψώθηκε σε φρούριο της Κρήτης η ελληνική σημαία.
Όμως μετά την επικράτηση των αιγυπτιακών στρατευμάτων, το 1824, ο Τομπάζης υποχρεώθηκε να αναχωρήσει από το νησί. Ζήτησε από τους επαναστάτες Κρητικούς να συνεχίσουν και υποσχέθηκε βοήθεια από την Κεντρική Διοίκηση στην Πελοπόννησο.
Η Γραμβούσα, νησί επαναστατών και πειρατών
Το 1824 η Επανάσταση είχε σχεδόν σβήσει στο νησί της Κρήτης και τα αιγυπτιακά στρατεύματα όδευαν προς την Πελοπόννησο. Πολλοί Κρητικοί επαναστάτες είχαν αναγκαστεί να φύγουν από το νησί κυνηγημένοι αλλά δεν είχαν εγκαταλείψει τον αγώνα και έψαχναν τρόπους να αναζωπυρώσουν την Επανάσταση. Είχαν γίνει και άλλες προσπάθειες κατάληψης της νησίδας Γραμβούσα, πάνω στην οποία υψωνόταν ένα απόρθητο φρούριο από τον καιρό των Βενετών. Τον Αύγουστο του 1825 οι επαναστάτες κατόρθωσαν να αλώσουν το φρούριο και η Γραμβούσα μετατράπηκε από τότε σε κέντρο της Επανάστασης της Κρήτης μέχρι το τέλος του αγώνα. Την ίδια περίοδο ανακαταλήφθηκε και το Καστέλι και συντάχθηκε εκεί «πολίτευμά τι προσωρινόν, δι’ ου η τοπική της νήσου Διοίκησις εσυσταίνετο από αντιπροσώπους εξ εκάστης επαρχίας».
Με βάση την πρόβλεψη αυτή, συγκροτήθηκε το 1827 το Κρητικό Συμβούλιο, ο ανώτατος επαναστατικός θεσμός του νησιού. Μετά από λίγες ημέρες όμως, το φρούριο της Κισάμου εγκαταλείφθηκε και οι επαναστάτες συγκεντρώθηκαν στη Γραμβούσα, όπου ορίστηκε διοικητική επιτροπή από την εθνική διοίκηση. Η κατάληψη του φρουρίου της Γραμβούσας σήμανε την αναζωπύρωση της επανάστασης στην Κρήτη. Η είδηση έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στην Πελοπόννησο που δοκιμαζόταν από τις δυνάμεις του Ιμπραήμ. Στο μικροσκοπικό νησάκι συγκεντρώθηκαν πολεμιστές που είχαν στρατολογηθεί για τον Αγώνα καθώς και διωκόμενοι από τους Οθωμανούς από όλο το νησί, άμαχος πληθυσμός και γυναικόπαιδα. Υπολογίζεται πως την εποχή εκείνη ο πληθυσμός επάνω στο νησάκι έφτανε τις 5.000 ή και 6.000 ανθρώπους.
Για τον ανεφοδιασμό της Γραμβούσας με τα απαραίτητα ξεκίνησαν πειρατικές ενέργειες εναντίον πλοίων που εφοδίαζαν τα εχθρικά λιμάνια στα Χανιά και το Ρέθυμνο. Σύντομα, τα γεωγραφικά πλεονεκτήματα του φρουρίου προσέλκυσαν πειρατές από την υπόλοιπη Ελλάδα και όχι μόνο. Εκείνη την περίοδο, το 1826-1827, που η Επάνασταση φαινόταν να σβήνει από τις στρατιές του Ιμπραήμ, φούντωσε το φαινόμενο της πειρατείας σε όλο το Αιγαίο και τη Μεσόγειο. Ο μεγάλος συγγραφέας Ιούλιος Βερν θα γράψει για την εποχή εκείνη το μυθιστόρημά του «Κουρσάροι του Αιγαίου». Όπως οι κλέφτες στη στεριά, έτσι και οι πειρατές στη θάλασσα συμμετείχαν στην Επανάσταση και πρόσφεραν από τις λείες τους «διά την ανάστασιν και ελευθερίαν της πατρίδος».
Το Φραγκοκάστελο και οι τελευταίες εκστρατείες
Μετά την κατάληψη της Γραμβούσας συστάθηκε μια προσωρινή επιτροπή για τη διεύθυνση του Αγώνα και από τον Αύγουστο του 1827 συγκροτήθηκε το Κρητικό Συμβούλιο,όταν οι Κρητικοί υποπτεύτηκαν πως η Κρήτη ίσως δεν είχε συμπεριληφθεί στο ελεύθερο ελληνικό κράτος με βάση τη Συνθήκη του Λονδίνου που υπογράφηκε τον Ιούλιο του 1827 από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Συνθήκη του Λονδίνου υπήρξε λοιπόν το έναυσμα για την αναζωπύρωση της επανάστασης στην Κρήτη. Νέα στρατεύματα μεταφέρθηκαν στη Γραμβούσα από την Πελοπόννησο. Μαζί με Κρητικούς που κατέφθασαν από νησιά του Αιγαίου πελάγους, όπου είχαν βρεθεί πρόσφυγες, η στρατιωτική δύναμη έφθασε περίπου τους 2.000 άνδρες.
Η πρώτη εκστρατεία ξεκίνησε στις ανατολικές επαρχίες και παρά τις αρχικές επιτυχίες, όπως την κατάληψη της Νεάπολης τον Νοέμβριο, εντέλει απέτυχε. Μετά από βαριά ήττα στα Μάλια της Πεδιάδας, οι επαναστάτες αποσύρθηκαν και πάλι στη Γραμβούσα. Στις αρχές Ιανουαρίου 1828 κατέφθασε εκεί ο Ηπειρώτης αγωνιστής Χατζη Μιχάλης Νταλιάνης με 100 ιππείς. Στο φρούριο υπήρχαν και 1.200 Στερεοελλαδίτες που είχαν αποσυρθεί εκεί μετά την αποτυχία της εκστρατείας στις ανατολικές επαρχίες. Τα στρατεύματα αυτά μεταφέρθηκαν στα Σφακιά για μια δεύτερη εκστρατεία και κατέλαβαν το φρούριο Φραγκοκάστελο. Ενώ συγκεντρώνονταν επαναστατικές δυνάμεις από την υπόλοιπη Κρήτη, ο Μουσταφά πασάς πολιόρκησε το κάστρο, αφού οι επαναστάτες αρνήθηκαν να αποχωρήσουν. Στην αιματηρή μάχη γύρω από το Φραγκοκάστελο στις 17 Μαΐου 1828, χάθηκαν πολλοί και ανάμεσά τους ο Χατζή Μιχάλης Νταλιάνης. Η θυσία τους όμως εντυπωσίασε φίλους και εχθρούς και έγινε σύμβολο της επιμονής των επαναστατών και στην Κρήτη να ελευθερωθούν ή να πεθάνουν.
Ο αγώνας στην Κρήτη συνεχίστηκε με τη μορφή του «κλεφτοπολέμου» και οι επαναστάτες, γνωστοί ως «Καλησπέρηδες», έστησαν ενέδρες στους γενίτσαρους και αγάδες. Η αντίσταση των Κρητικών ήταν επίμονη και σκληρή. Στην Μονή Οδηγήτριας στη Φαιστό, ο πρώην μοναχός Ιωάσαφ, γνωστός ως ο Ξωπατέρας, αντιστάθηκε μέχρι τέλους στην επίθεση των οθωμανικών στρατευμάτων και πέθανε με το σπαθί στο χέρι. Όπως έγραφε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, «εκτός της Γραμβούσης εις κανέν άλλο μέρος σχεδόν δεν υπήρχεν σταθερά ένοπλος δύναμις, αλλ’ όλα τα πολεμικά κινήματα των Κρητών επεριορίζοντο εις ενέδρας τινάς, και άλλα τοιαύτα απεφάσισαν να ενεργήσουν πάλιν συστηματικώτερον και να κινήσουν όλον τον λαόν της Κρήτης εις τον υπέρ ελευθερίας αγώνα».
Κι άλλες επαναστάσεις χρειάστηκαν
Μετά και τη ναυμαχία του Ναβαρίνου, οι Μεγάλες Δυνάμεις είχαν αποφασίσει να ειρηνεύσουν την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, στην οποία είχαν πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα. Καθώς οι Έλληνες δεν εννοούσαν να παραδοθούν, οι Μεγάλες Δυνάμεις επέβαλαν στον Σουλτάνο την αποδοχή ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αφού μάλιστα τα ρωσικά στρατεύματα βρέθηκαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης. Στο μεταξύ, ο συμμαχικός στόλος είχε καταλάβει τη Γραμβούσα και είχε εκδιώξει από εκεί τόσο τους πειρατές όσο και τους επαναστάτες. Όλο το επόμενο διάστημα, οι επαναστάτες προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανή την επανάσταση στο νησί με την ελπίδα της συμπερίληψής του στο νέο ελληνικό κράτος.
Το φθινόπωρο του 1829 διορίστηκε ως αντιπρόσωπος του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια στην Κρήτη ο Κρητικός αγωνιστής Νικόλαος Ρενιέρης. Φτάνοντας στην έδρα του Κρητικού Συμβουλίου, στο χωριό Μαργαρίτες, έκανε μια τελευταία προσπάθεια οργάνωσης του αγώνα. Στα τέλη όμως του 1830 οι προσδοκίες θα διαψευστούν, το Κρητικό Συμβούλιο θα διαλυθεί και η Γραμβούσα θα παραδοθεί στους Αιγυπτίους. Το Κρητικό Συμβούλιο θα εκφράσει την απογοήτευση των Κρητικών για τον αποκλεισμό του νησιού από την Ελλάδα που γεννιόταν: «Ἡ Κρήτη ἦτον καὶ εἶναι μέρος ἀδιάσπαστον τῆς Ἑλλάδος αὐτῆς, ὡς συναγωνισθεῖσα καὶ συναγωνιζομένη μὲ τὰ λοιπὰ ἐπαναστατήσαντα μέρη ἀπὸ τὴν ἀρχήν, ὥστε δὲν ἠμπορεῖ τις νὰ ἐννοήσῃ πῶς εἰς διαφόρους πράξεις τῶν πληρεξουσίων τῶν Σεβαστῶν τούτων Μοναρχῶν ἡ Κρήτη παρεσιωπήθη διόλου».
Η Κρήτη, παρά τον πολύχρονο και αιματηρό αγώνα της, δεν συμπεριελήφθη τελικά στο νέο ελληνικό κράτος. Όμως, μέσα από την επανάσταση η κρητική κοινωνία είχε αλλάξει ριζικά. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ένα πολύ μεγάλο μέρος του χριστιανικού πληθυσμού και ένα ακόμη μεγαλύτερο του μουσουλμανικού είχαν εξολοθρευτεί από μάχες, σφαγές, κακουχίες και από την επιδημία πανώλης που είχε μεταδοθεί στις πόλεις. Ο χριστιανικός πληθυσμός ήταν πλέον τριπλάσιος του μουσουλμανικού. Μέσα από τις επόμενες και επίμονες επαναστάσεις του 19ου αιώνα, θα έρθει το πλήρωμα του χρόνου για την απελευθέρωση και της Κρήτης και την Ένωσή της με την Ελλάδα το 1913.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Νίκος Ανδριώτης, «Τα πολεμικά γεγονότα. Η Επανάσταση στην Κρήτη και την Κύπρο», στο: Βασίλης Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμος Γ΄: Η Ελληνική επανάσταση 1821-1832, Αθήνα 2003, σ. 119-124.
Νίκος Ανδριώτης, Ηλίας Κολοβός (επιμ.), Όψεις της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη, Κρήτη, Κοινωφελές Ίδρυμα Αγία Σοφία-Δήμος Αποκορώνου-Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, 2021.
Καλλίνικος Κριτοβουλίδης, Απομνημονεύματα του περί Αυτονομίας της Ελλάδος πολέμου των Κρητών, Ελευθερία Ζέη (εισαγωγή-επιμέλεια), Αθήνα, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, 2021.